αμυντήρ

αμυντήρ
ἀμυντὴρ (-ῆρος), ο (Α)
1. ό,τι χρησιμεύει για την άμυνα μας, αμυντικό μέσο, υπερασπιστής
2. (στον πληθυντικό) οἱ ἀμυντῆρες
τα μπροστινά οξέα μέρη τών κεράτων τού ελαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυντήριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀμυντῆρα — ἀμυντήρ defender masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυντῆρας — ἀμυντήρ defender masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυντῆρες — ἀμυντήρ defender masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυντῆρσι — ἀμυντήρ defender masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυντήρων — ἀμυντήρ defender masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • αμυντήριος — ἀμυντήριος, ον (Α) [ἀμυντήρ] 1. ο κατάλληλος για άμυνα, αμυντικός 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμυντήριον α) μέσον άμυνας β) οχύρωμα, προπύργιο γ) αντιφάρμακο, αντίδοτο δ) αμυντικό όπλο ε) διέξοδος, διαφυγή …   Dictionary of Greek

  • αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”